πυρόεις

πυρόεις
-εσσα, -εν, Α
1. γεμάτος φωτιά, φλογώδης («πυρόεις ἀστήρ», Απολλ. Ρόδ.)
2. προσωνυμία θεοτήτων και, ιδίως, τού Άρεως, τού Διονύσου, τού Διός και τού Ηφαίστου
3. μτφ. α) φλογερός, ορμητικός (α. «πυρόεις κάπρος», Οππ.
β. «πυρόεντα ὄμματα», Ανθ. Παλ.)
4. το αρσ. ως ουσ. ὁ Πυρόεις
ο πλανήτης Άρης που ονομάστηκε έτσι από το κόκκινο χρώμα του
5. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πυροῡντες
είδος ποταμήσιων ψαριών, πιθ. οι πέστροφες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + κατάλ. -όεις*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πυρόεις — fiery masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρόεν — πυρόεις fiery masc voc sg πυρόεις fiery neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρόεντα — πυρόεις fiery neut nom/voc/acc pl πυρόεις fiery masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυροέντων — πυρόεις fiery masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυροέσσῃ — πυρόεις fiery fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρόεντας — πυρόεις fiery masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρόεντες — πυρόεις fiery masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρόεντι — πυρόεις fiery masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρόεντος — πυρόεις fiery masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρόεσσα — πυρόεις fiery fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”